2252: Το μπουμπούκι
Το μπουμπούκι είναι μια αθόρυβη έκρηξη ομορφιάς, που οι οσμές που απελευθερώνει είναι άκρως επικίνδυνες για κάθε αποθαρρυμένη ανθρώπινη διάθεση.
Το μπουμπούκι είναι μια αθόρυβη έκρηξη ομορφιάς, που οι οσμές που απελευθερώνει είναι άκρως επικίνδυνες για κάθε αποθαρρυμένη ανθρώπινη διάθεση.
Πάρε μέσα από το πουγκί της μνήμης σου μια δαχτυλιά από τις δυσκολότερες σου στιγμές, τοποθέτησε τες μέσα στην πίπα της σκέψης σαν να είναι ένας ξεχωριστός καπνός, και αφού τον ανάψεις με την φωτιά της πρόθεσης, πρόσφερε την στον εαυτό σου, για να αποκατασταθεί η μεταξύ σας ειρήνη.
Κάθε φορά που καθάριζε σχολαστικά τα γυαλιά του, άφηνε σκόπιμα ένα στίγμα ανέπαφο, για να μην επιτρέψει στην οπτική του να βλέπει συνηθισμένα.
Το μυαλό σου είναι ο μούστος που συλλέχθηκε από τους κόπους όλων των προγόνων που υπήρχαν πριν από εσένα, και που η γενεαλογία σφράγισε αεροστεγώς στο βαρέλι του κεφαλιού σου, ώστε όταν εμπλουτιστεί και με τους δικούς σου, ο οίνος να είναι επιτέλους έτοιμος για να προσφερθεί στον σομελιέ Θεό.
Οι κινήσεις των λέξεων πάνω στη λευκή σκακιέρα του χαρτιού, ακολουθούσαν πιστά την μαεστρία της ποίησης, που με την στρατηγική της οδήγησε τον νοητικό εκφυλισμό του αναγνώστη, σε ματ.
Το κάλεσμα του Θεού ξυπνάει κάθε πρωί μέσα σε κάθε άνθρωπο, μ’ένα τρόπο που (θα) του βγάζει περισσότερο νόημα, σε σχέση με το χθες.
Οι λέξεις δεν είναι η Αλήθεια, αλλά τα οδικά σήματα προς την Αλήθεια.
Η ελεημοσύνη μεταγλωττίζει την ασαφή έννοια Του Θεού, μέσα από την σαφή διάλεκτο της ανθρώπινης ανάγκης.
Στα ρούχα εργασίας του οικοδόμου, ο ποιητής αντί για βρωμιές βλέπει εικόνες από παιδικά δωμάτια γεμάτα ζωγραφιές , στον ιδρώτα του σώματος ο ποιητής μύριζε το μεσημεριανό φαγητό που ετοιμαζόταν στην κουζίνα, και στους θορύβους που εκείνος έκανε όταν χτυπούσε με το σκεπάρνι, ο ποιητής άκουγε τον διακριτικό ήχο της
Και αν δεν μπορείς να σκεφτείς καθαρά, μπορείς να εστιάσεις στην αιτία που δεν σου το επιτρέπει, και είναι ακριβώς εκεί που, θες, δεν θες, επιλέγεις είτε να κάνεις κάτι γι’ αυτό, ώστε να εξαφανιστεί, είτε να μην κάνεις, ώστε να μπορείς να συνεχίζεις να παραπονιέσαι.