Διανοούμενος: Τι έχετε καταλάβει τόσα χρόνια εδώ;
Ασκητής: Την ανθρώπινη αναξιότητα.
Διανοούμενος: Πολύ αφηρημένο μου ακούστηκε.
Ασκητής: Μπορεί. Αλλά ειπώθηκε πολύ συγκεκριμένα.
Διανοούμενος: Μάλιστα, και πώς το διαχειρίζεστε;
Ασκητής: Με την προσευχή.
Διανοούμενος: Με την προσευχή; Και τι είναι για εσάς η προσευχή;
Ασκητής: Ένα είδος γλώσσας.
Διανοούμενος: Τι είδους γλώσσας;
Ασκητής: Του ανθρώπινου πνεύματος.
Διανοούμενος: Και που χρησιμεύει;
Ασκητής: Στην ανάγκη της ψυχής να εκφραστεί.
Διανοούμενος: Μα, αυτό το κάνει και η τέχνη.
Ασκητής: Έτσι φαίνεται αρχικά αλλά δεν είναι το ίδιο.
Διανοούμενος: Δηλαδή; Πού διαφέρει η προσευχή από την τέχνη;
Ασκητής: Στον Θεό!
Διανοούμενος: Μα και η τέχνη μιλάει για τον Θεό!
Ασκητής: Σωστά! Μιλάει για τον Θεό, αλλά δεν μιλάει με τον Θεό!
Διανοούμενος: Α! (σιωπή)
Ασκητής: (σιωπή)
Διανοούμενος: Και γιατί συμβαίνει αυτό;
Ασκητής: Επειδή ο καλλιτέχνης για να δημιουργήσει την τέχνη του, καλείται να διατηρεί μια απόσταση ασφαλείας, ενώ ο ασκητής όταν προσεύχεται κινείται προς μια κατάσταση ασφυξίας.
Διανοούμενος: Καταλαβαίνω (χαμογελώντας)! Αλλά δεν μπορώ να μην ρωτήσω τι εννοείς λέγοντας κατάσταση ασφυξίας;
Ασκητής: Σ’έχει πάρει ποτέ αγκαλιά κάποιος που σε αγαπά πολύ, τόσο σφιχτά που μέσα σου παρακαλούσες να σε αφήσει γιατί ένιωθες ότι θα έσκαγες;
Διανοούμενος: Ναι, βέβαια, αλλά ελάχιστες φορές.
Ασκητής: Αυτή την ασφυξία αποζητούν να βιώσουν όσοι προσεύχονται παρακαλώντας τον Θεό να μην τους αφήσει να πάρουν ανάσα.
Διανοούμενος: Και γιατί;
Ασκητής: Γιατί εκεί, η αίσθηση της ανθρώπινης αναξιότητας εξαφανίζεται.